Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι

См. также в других словарях:

  • πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»